ἱερωμένους

ἱερωμένους
ἱεράομαι
to be a priest
pres part mp masc acc pl
ἱεράζω
serve as priest
fut part mid masc acc pl
ἱερόω
consecrate
pres part mp masc acc pl (doric aeolic)
ἱ̱ερωμένους , ἱερόω
consecrate
perf part mp masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Πασιονιστές — οι μέλη τού τάγματος τού «Αγιωτάτου Σταυρού και τών Παθών τού Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού», το οποίο αποτελείται από ανυπόδητους ιερωμένους και ιδρύθηκε το 1720 από έναν Ιταλό ιεραπόστολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. passionista < passione (< λατ.… …   Dictionary of Greek

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • ευλάβεια — η (ΑΜ εὐλάβεια, Α ιων. τ. εὐλαβίη) [ευλαβής] 1. το ήθος και ο τρόπος τού ευλαβούς, ο σεβασμός, η ευσέβεια προς τα θεία, η θεοσέβεια (α. «τὴν περὶ τὸ θεῑον εὐλάβειαν ἐπιχλευάσας», Πλούτ. β. «ἐκανε μ ευλάβεια το σταυρό του») 2. ο φόβος, το δέος… …   Dictionary of Greek

  • θεοπρόβλητος — η, ο (Μ θεοπρόβλητος, ον) (για ιερωμένους και ηγεμόνες) ο εκλεκτός τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πρόβλητος (< προ βάλλω), πρβλ. εθνο πρόβλητος, λαο πρόβλητος] …   Dictionary of Greek

  • ιερότητα — και ιερότη, ἡ (Μ ἱερότης) [ιερός] η ιδιότητα τού ιερού, αγιότητα, αγιοσύνη, οσιότητα νεοελλ. το να είναι κάτι ιερό, σεπτό και απαραβίαστο (α. «η ιερότητα τού όρκου» β. «η ιερότητα τής μητρικής στοργής») μσν. προσωνυμία ή προσφώνηση προς… …   Dictionary of Greek

  • μουλάς — ο 1. τίτλος ο οποίος απονέμεται σε ιερωμένους τού μουσουλμανικού θρησκεύματος 2. (ειδικά) ο μέγας αρχιδικαστής («ο μουλάς τής Μέκκας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. molla] …   Dictionary of Greek

  • Κυπριανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Καρχηδόνας (3ος αι. μ.Χ.). Βλ. λ. Κυπριανός. Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας (1.). 2. Μαρτύρησε μαζί με την Ιουλιανή. Η μνήμη τους τιμάται την 1η Νοεμβρίου. 3. Μοναχός από τα… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Σάββα Αγίου, μονή — Ιστορικό μοναστήρι, σήμερα πατριαρχικός ναός, στην Αλεξάνδρεια. Η γραφή Σάββα σπανίζει στους παλιούς κώδικες. Η ιστορία του αλεξανδρινού μοναστηριού, χάνεται στο σκοτάδι των αιώνων. Φαίνεται πως η αρχική ονομασία του, ήταν Άγιος Μάρκος. Υπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • σιμωνία — η εμπορία της Θείας Χάρης από τους ιερωμένους: Αυτός ο κληρικός κρίθηκε ένοχος σιμωνίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”